σοφίζομαι

σοφίζομαι
ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α
1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.)
2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α. «σοφίστηκε ένα σωρό δικαιολογίες» β. «οἱ μυθικώς σοφιζόμενοι» Αριστοτ.)
αρχ.
1. διδάσκω τον εαυτό μου, μαθαίνω, πληροφορούμαι («τοιαῡτα γὰρ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα», Ξεν.)
2. φέρομαι με πονηριά, με δόλο («τὸν σοφισάμενον πρὸς τὸ λῡσαι τὸν ὅρκον δήσαντες ἀποκατέστησαν», Πολ.)
3. καταπιάνομαι με λεπτομέρειες, λεπτολογώ («οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι», Ιπποκρ.)
4. εφευρίσκω, επινοώ («οἶνον ἀπὸ τῶν φοινίκων σοφίζεσθαι», Φιλόστρ.)
5. αποφεύγω κάτι με τέχνασμα («δοκεῑς καὶ σοφίζεσθαι τὸν νὁμον δι' ἐμέ», Φιλόστρ.)
6. παραπλανώ, απατώ, ξεγελώ («αὐτοί τὸν δῆμον έσοφίσαντο», Ηρωδιαν.)
7. συλλογίζομαι, υπολογίζω («σοφίζεται τὴν βίαν τοῡ μηχανήματος», Ιώσ.)
8. (το ενεργ.) σοφίζω
διδάσκω, εκπαιδεύω κάποιον («ἡ μαρτυρία Κυρίου πιστή σοφίζουσα νήπια», ΠΔ)
9. παθ. είμαι ή γίνομαι έμπειρος σε κάτι («οὔτε τι ναυτιλίης σεσοφισμένος οὔτε τι νηῶν», Ησίοδ.)
10. φρ. α) «σοφίζω εἴς τι» — οδηγώ στη γνώση ενός πράγματος («τὰ ἱερὰ γράμματα τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν»)
β) «σοφίζομαι τὴν ἀλήθειαν» — παραμορφώνω την αλήθεια, λέω ψέματα
γ) «σοφίζομαι τὰς τρίχας» — βάφω τα μαλλιά μου με σκοπό να παραπλανήσω («ἡγοῡνται ἀπεκδύσασθαι τὸ γῆρας, εἰ καὶ σοφίσονται τὰς τρίχας», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός. Στο ρ. σοφίζομαι και στα παράγωγά του σόφισμα, σοφισμός, σοφιστής, η σημ. τής λ. σοφός ειδικά για ρήτορα «επιτήδειος, ικανός, έμπειρος, ασκημένος στην τέχνη του» εξελίχθηκε «επί κακώ», για να δηλώσει τον πανούργο, τον μηχανορράφο, αυτόν που εξαπατά, που πλανεύει ιδίως με λόγια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σοφίζομαι — σοφίζομαι, σοφίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοφίζομαι — make wise pres ind mp 1st sg σοφίζω make wise pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίζομαι — σοφίστηκα, επινοώ: Θα σοφιστεί κάποιον τρόπο να ξεπεράσει τις δυσκολίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεσοφισμένα — σοφίζομαι make wise perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσοφισμένᾱ , σοφίζομαι make wise perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσοφισμένᾱ , σοφίζομαι make wise perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) σοφίζω make wise perf part mp neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίζεσθε — σοφίζομαι make wise pres imperat mp 2nd pl σοφίζομαι make wise pres ind mp 2nd pl σοφίζομαι make wise imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) σοφίζω make wise pres imperat mp 2nd pl σοφίζω make wise pres ind mp 2nd pl σοφίζω make wise imperf ind mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσοφισμέναι — σοφίζομαι make wise perf part mp fem nom/voc pl σεσοφισμένᾱͅ , σοφίζομαι make wise perf part mp fem dat sg (doric aeolic) σοφίζω make wise perf part mp fem nom/voc pl σεσοφισμένᾱͅ , σοφίζω make wise perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσοφισμένον — σοφίζομαι make wise perf part mp masc acc sg σοφίζομαι make wise perf part mp neut nom/voc/acc sg σοφίζω make wise perf part mp masc acc sg σοφίζω make wise perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσοφισμένων — σοφίζομαι make wise perf part mp fem gen pl σοφίζομαι make wise perf part mp masc/neut gen pl σοφίζω make wise perf part mp fem gen pl σοφίζω make wise perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιζομένων — σοφίζομαι make wise pres part mp fem gen pl σοφίζομαι make wise pres part mp masc/neut gen pl σοφίζω make wise pres part mp fem gen pl σοφίζω make wise pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιζόμεθα — σοφίζομαι make wise pres ind mp 1st pl σοφίζομαι make wise imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) σοφίζω make wise pres ind mp 1st pl σοφίζω make wise imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”